απλυσιά

απλυσιά
(aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα τους είναι σαρκώδες και το κεφάλι σχηματίζει κεραίες και οφθαλμούς. Έχουν στη ράχη τους διαφανές, ατροφικό όστρακο κρυμμένο κάτω από τον μανδύα, ενώ τα βράγχιά τους είναι σκεπασμένα. Οι δύο από τις στοματικές κεραίες τους σηκώνονται σαν τα αφτιά του λαγού και γι’ αυτό ονομάστηκαν από τους αρχαίους λαγοί της θάλασσας. Τα μαλάκια αυτά τρέφονται με θαλάσσια φυτά, μικρά μαλάκια και οστρακόδερμα. Οι αρχαίοι τα θεωρούσαν δηλητηριώδη επειδή, όταν συλλαμβάνονται, εκτοξεύουν ένα δύσοσμο υγρό, σε μενεξεδί χρώμα, που όπως όμως αποδείχτηκε δεν είναι τοξικό. Τα ψάρια ωστόσο δεν μπορούν να τα φάνε. Το πιο γνωστό είδος που αφθονεί στη Μεσόγειο είναι η α. η φιλή.Οι ψαράδες την ονομάζουν γάτα της θάλασσας, ενώ άλλοι ονομάζουν τα αβγά τους, που βρίσκονται ανάμεσα στα φύκια σε μακριές σειρές, φιδέ της θάλασσας. Ένα άλλο είδος, η α. η λερναία, προκαλεί πόνο στον άνθρωπο όταν έρθει σε επαφή μαζί του.
* * *
η (AM ἀπλυσία)
το να μην είναι κάποιος ή κάτι πλυμένο, η ακαθαρσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απλυσιά — η το να είναι κανείς άπλυτος, ρυπαρότητα: Τον έφαγε η απλυσιά το δυστυχισμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπλυσίας — ἀπλυσίᾱς , ἀπλυσία filthiness fem acc pl ἀπλυσίᾱς , ἀπλυσία filthiness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλυσίαι — ἀπλυσία filthiness fem nom/voc pl ἀπλυσίᾱͅ , ἀπλυσία filthiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλυσίην — ἀπλυσία filthiness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλουσιά — (I) και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία) το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].… …   Dictionary of Greek

  • ανηλειψία — ἀνηλειψία, η (Α) [αλείφω] απλυσιά, ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

  • ανιψία — κ. ανιψιά απλυσιά, βρομιά …   Dictionary of Greek

  • βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά …   Dictionary of Greek

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”